Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tourist
01
τουρίστας, επισκέπτης
someone who visits a place or travels to different places for pleasure
Παραδείγματα
As a tourist in Paris, she made sure to visit the Louvre Museum.
Ως τουρίστας στο Παρίσι, φρόντισε να επισκεφτεί το Μουσείο του Λούβρου.
Even though he was a tourist, he tried to blend in with the local culture.
Αν και ήταν τουρίστας, προσπάθησε να ενταχθεί στην τοπική κουλτούρα.
Λεξικό Δέντρο
touristry
touristy
tourist
tour



























