LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tough-skinned
/tˈʌfskˈɪnd/
/tˈʌfskˈɪnd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "tough-skinned"
tough-skinned
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
insensitive to criticism
02
having a relatively tough outer covering
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tough-minded
tough movement
tough luck
tough guy
tough customer
toughen
toughen up
toughened
toughie
toughly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App