LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tough-minded
/tˈʌfmˈaɪndɪd/
/tˈʌfmˈaɪndᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "tough-minded"
tough-minded
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
facing facts or difficulties realistically and with determination
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tough movement
tough luck
tough guy
tough customer
tough cookie
tough-skinned
toughen
toughen up
toughened
toughie
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App