Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Totality
01
ολότητα, πληρότητα
the whole amount
02
ολότητα, πληρότητα
the state of being total and complete
03
ολότητα, πληρότητα
the quality of being complete and indiscriminate
Λεξικό Δέντρο
totality
total
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ολότητα, πληρότητα
ολότητα, πληρότητα
ολότητα, πληρότητα
Λεξικό Δέντρο