Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tortious
01
αδικοπρακτικός, παράνομος
(of law) related to a wrong action that is not considered criminal
Παραδείγματα
The plaintiff filed a lawsuit against the defendant for the tortious conduct that caused injury.
Ο ενάγων κατέθεσε αγωγή εναντίον του εναγόμενου για την αδικοπραξία που προκάλεσε ζημία.
Negligence resulting in injury is a common example of tortious conduct.
Η αμέλεια που προκαλεί τραυματισμό είναι ένα κοινό παράδειγμα αδικοπραξίας.
02
σχετικός με το πάτωμα κάτω από τις καμπάνες ενός ανοιχτού καμπαναριού, που αφορά το δάπεδο κάτω από τις καμπάνες ενός ανοιχτού πύργου καμπάνας
a floor under the bells of an open belfry
Λεξικό Δέντρο
tortious
tort



























