Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tooth enamel
01
σμάλτο δοντιού, σκληρή λευκή ουσία που καλύπτει το στέμμα του δοντιού
hard white substance covering the crown of a tooth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σμάλτο δοντιού, σκληρή λευκή ουσία που καλύπτει το στέμμα του δοντιού