Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tongue-in-cheek
01
ειρωνικός, με ένα πονηρό χαμόγελο
cleverly amusing in tone
tongue-in-cheek
02
ειρωνικά, με τόνο πλάκας
in a bantering fashion
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ειρωνικός, με ένα πονηρό χαμόγελο
ειρωνικά, με τόνο πλάκας