LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tollgate
/tˈəʊlɡeɪt/
/tˈoʊlɡeɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tollgate"
Tollgate
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a gate or bar across a toll bridge or toll road which is lifted when the toll is paid
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
toller
tollbooth
tollbar
toll-free telephone number
toll-free
tollgatherer
tollhouse
tollkeeper
tollman
tollon
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App