Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
toilet facility
/tˈɔɪlət fəsˈɪlɪɾi/
/tˈɔɪlət fəsˈɪlɪti/
Toilet facility
01
δημόσια τουαλέτα, δημόσιες υγειονομικές εγκαταστάσεις
a toilet that is available to the public
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δημόσια τουαλέτα, δημόσιες υγειονομικές εγκαταστάσεις