Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toilet
Παραδείγματα
The toilet in the modern bathroom featured sleek design and water-efficient technology.
Η τουαλέτα στο μοντέρνο μπάνιο διαθέτει κομψό σχέδιο και τεχνολογία εξοικονόμησης νερού.
A clogged toilet led to a humorous yet embarrassing situation during the family gathering.
Μια βουλωμένη τουαλέτα οδήγησε σε μια κωμική αλλά και ντροπιαστική κατάσταση κατά τη διάρκεια της οικογενειακής συνάντησης.
1.1
τουαλέτα, αποχωρητήριο
the complete bathroom or restroom area, including facilities for personal hygiene and grooming
Παραδείγματα
She cleaned the entire toilet, making sure the sink, shower, and floor were spotless.
Καθάρισε ολόκληρο το τουαλέτα, διασφαλίζοντας ότι ο νιπτήρας, το ντους και το πάτωμα ήταν άψογα.
The new house had a spacious toilet with modern fixtures and ample storage.
Το νέο σπίτι είχε έναν ευρύχωρο τουαλέτα με μοντέρνα εξαρτήματα και άφθονο χώρο αποθήκευσης.
1.2
τουαλέτα, αποχωρητήριο
a room in a public place that contains multiple toilet stalls
Dialect
British
Παραδείγματα
She went to the toilet before the meeting started.
Πήγε στην τουαλέτα πριν ξεκινήσει η συνάντηση.
Excuse me, where is the toilet?
Συγγνώμη, πού είναι η τουαλέτα;
02
ατυχία
misfortune resulting in lost effort or money
Λεξικό Δέντρο
toiletry
toilet



























