Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toggle switch
01
διακόπτης εναλλαγής, διακόπτης μοχλού
manually operated electrical switch with a lever that can be moved up or down to open or close an electrical circuit
Παραδείγματα
The lamp on the desk is equipped with a toggle switch for easy on / off control.
Η λάμπα στο γραφείο είναι εξοπλισμένη με διακόπτη εναλλαγής για εύκολο έλεγχο ενεργοποίησης/απενεργοποίησης.
The power supply unit features a toggle switch to turn the computer on or off.
Η μονάδα τροφοδοσίας διαθέτει έναν διακόπτη εναλλαγής για την ενεργοποίηση ή την απενεργοποίηση του υπολογιστή.



























