Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
together with
01
μαζί με, συνοδευόμενος από
in addition to or along with
Παραδείγματα
She went to the concert together with her friends.
Πήγε στη συναυλία μαζί με τους φίλους της.
The new policy, together with the existing regulations, will ensure better compliance.
Η νέα πολιτική, μαζί με τους υπάρχοντες κανονισμούς, θα εξασφαλίσει καλύτερη συμμόρφωση.



























