Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tiger
01
τίγρη, ριγέ γάτα
a type of large and wild animal that is from the cat family, has orange fur and black stripes, and is mostly found in Asia
Παραδείγματα
John learned that tigers are excellent swimmers.
Ο Τζον έμαθε ότι οι τίγρεις είναι εξαιρετικοί κολυμβητές.
Mark was amazed to see a tiger at the zoo.
Ο Μαρκ έμεινε έκπληκτος βλέποντας μια τίγρη στο ζωολογικό κήπο.
02
τίγρης, τολμηρός
a fierce or audacious person
Λεξικό Δέντρο
tigerish
tiger



























