Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tie-up
01
διακοπή, διακοπή
an interruption of normal activity
02
συνεργασία, συμμαχία
an agreement in which two companies become business partners
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διακοπή, διακοπή
συνεργασία, συμμαχία