Thwarting
volume
British pronunciation/θwˈɔːtɪŋ/
American pronunciation/ˈθwɔɹtɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "thwarting"

01

an act of hindering someone's plans or efforts

01

preventing realization or attainment of a desire

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store