Throated
volume
British pronunciation/θɹˈə‍ʊtɪd/
American pronunciation/ˈθɹoʊtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "throated"

01

having a throat as specified

word family

throated

throated

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store