Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
three
01
τρία, ο αριθμός τρία
the number 3
Παραδείγματα
I counted to three before jumping into the pool.
Μέτρησα μέχρι τρία πριν πηδήξω στην πισίνα.
My cousin has three siblings; two sisters and one brother.
Ο ξάδερφός μου έχει τρία αδέλφια· δύο αδελφές και έναν αδελφό.
Three
01
τρία, το τρία
one of four playing cards in a deck having three pips



























