LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Thimerosal
/θaɪmɹˈəʊzəl/
/θaɪmɹˈoʊzəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "thimerosal"
Thimerosal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a light-colored crystalline powder (trade name Merthiolate) used as a surgical antiseptic
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
thimbleweed
thimblerig
thimbleful
thimbleberry
thimble-shaped
thin
thin as a rake
thin as a yard of pump water
thin on the ground
thin on top
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App