LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Thick-billed
/θˈɪkbˈɪld/
/θˈɪkbˈɪld/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "thick-billed"
thick-billed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a thick beak
word family
thick-billed
thick-billed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
thick skin
thick on the ground
thick as two short planks
thick as thieves
thick and fast
thick-billed murre
thick-bodied
thick-branched
thick-footed morel
thick-haired
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App