LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bimestrial
/baɪmˈɛstɹɪəl/
/baɪmˈɛstɹɪəl/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "bimestrial"
bimestrial
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
two months long; lasting two months
02
occurring every two months
word family
bimestrial
bimestrial
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bimester
bimbo
bimanual
biltong
biloculate
bimetal
bimetallic
bimetallic strip
bimetallism
bimetallist
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App