LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tetraethyl lead
/tˈɛtɹiːθˌaɪl lˈiːd/
/tˈɛtɹiːθˌaɪl lˈiːd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tetraethyl lead"
Tetraethyl lead
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a clear oily poisonous liquid added to gasoline to prevent knocking
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tetradecanoic acid
tetradecagon
tetrad
tetracycline
tetraclinis articulata
tetrafluoroethylene
tetragon
tetragonal
tetragonia
tetragonia expansa
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App