LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tessera
/tˈɛsəɹɐ/
/tˈɛsɚɹə/
tesserae
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tessera"
Tessera
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small square tile of stone or glass used in making mosaics
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tessellation
tessellated
tessellate
tessella
tesla coil
tesseract
tessin
tessitura
test
test ban
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App