LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tenting
/tˈɛntɪŋ/
/ˈtɛntɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tenting"
Tenting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of encamping and living in tents in a camp
word family
tent
tent
Verb
tenting
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tenthredinidae
tenthly
tenth part
tenth cranial nerve
tenth
tentmaker
tentorium
tenuity
tenuous
tenuously
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App