LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tentacled
/tˈɛntəkəld/
/tˈɛntəkəld/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "tentacled"
tentacled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having tentacles
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tentacle
tent-fly
tent stitch
tent peg
tent flap
tentacular
tentaculata
tentative
tentatively
tenter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App