LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bilges
/bˈɪldʒɪz/
/bˈɪldʒᵻz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bilges"
Bilges
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
in a vessel with two hulls, an enclosed area between the frames at each side
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bilge well
bilge water
bilge pump
bilge keel
bilge
bilgewater
bilgy
bilharzia
bilharziasis
biliary
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App