LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bilaterally
/baɪlˈætəɹəli/
/baɪˈɫætɝəɫi/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "bilaterally"
bilaterally
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
with the involvement of two parties or governments
02
so as to involve two sides or parts
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bilaterality
bilateralism
bilateral symmetry
bilateral descent
bilateral contract
bilaterally symmetric
bilaterally symmetrical
bilberry
bilby
bildungsroman
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App