Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tear duct
01
δακρυϊκός πόρος, δακρυϊκός αγωγός
any of the several small canals through which tears pass from the tear gland to the eye or from the eye to the nose
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δακρυϊκός πόρος, δακρυϊκός αγωγός