Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
taxable
01
φορολογήσιμος, υποκείμενος σε φορολογία
subject to being taxed by the government
Παραδείγματα
Income earned from freelance work is taxable and must be reported on your tax return.
Το εισόδημα που αποκτάται από ελεύθερη εργασία είναι φορολογήσιμο και πρέπει να δηλωθεί στην φορολογική σας δήλωση.
The interest earned on savings accounts is considered taxable income.
Οι τόκοι που κερδίζονται σε λογαριασμούς αποταμίευσης θεωρούνται φορολογητέο εισόδημα.
Λεξικό Δέντρο
nontaxable
taxability
taxable
tax



























