LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tarheel
/tˈɑːhiːl/
/ˈtɑɹˌhiɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tarheel"
Tarheel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a native or resident of North Carolina
word family
tar
heel
tarheel
tarheel
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
targeted therapy
targeted advertising
targeted
target-hunting
target sport
taricha
taricha granulosa
taricha torosa
tariff
tark
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App