Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Biker
01
μοτοσυκλετιστής, ποδηλάτης
someone who rides a motorcycle or bicycle
Παραδείγματα
The biker sped down the highway on his motorcycle.
Ο μοτοσικλετιστής έτρεχε στον αυτοκινητόδρομο με τη μοτοσικλέτα του.
Every weekend, the biker joins his friends for a long ride.
Κάθε σαββατοκύριακο, ο μοτοσικλετιστής ενώνεται με τους φίλους του για μια μεγάλη βόλτα.
Λεξικό Δέντρο
biker
bike



























