Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to take to
[phrase form: take]
01
αρχίζω να συμπαθώ, αγαπώ
to start to like someone or something
Παραδείγματα
The team took to the coach's leadership style from the beginning.
Η ομάδα συμπάθησε το στυλ ηγεσία του προπονητή από την αρχή.
The students took to the new teacher quickly.
Οι μαθητές συμπάθησαν γρήγορα τον νέο δάσκαλο.
02
αρχίζω να κάνω κάτι τακτικά, αποκτώ τη συνήθεια
to start doing something regularly or habitually
Παραδείγματα
He took to practicing yoga every morning to help him manage his stress and anxiety.
Άρχισε να ασκείται στη γιόγκα κάθε πρωί για να τον βοηθήσει να διαχειριστεί το άγχος και την ανησυχία του.
She took to swimming after joining the local club.
Άρχισε να κολυμπάει αφού έγινε μέλος του τοπικού συλλόγου.
03
αφοσιώνομαι σε, μαθαίνω εύκολα
to learn a skill or activity, often with ease or enthusiasm
Παραδείγματα
He took to playing the guitar quickly and soon became a skilled musician.
Ασχολήθηκε γρήγορα με την κιθάρα και σύντομα έγινε ένας επιδέξιος μουσικός.
She took to painting after attending an art class.
Αρχίσει να αγαπά τη ζωγραφική μετά την παρακολούθηση ενός μαθήματος τέχνης.
04
κατευθύνομαι προς, παίρνω το δρόμο για
to enter or move toward a particular location, often with a sense of purpose or intention
Παραδείγματα
We took the scenic route to the beach.
Πήραμε την γραφική διαδρομή προς την παραλία.
The fish quickly took to the water to escape the net.
Το ψάρι γρήγορα κατευθύνθηκε προς το νερό για να ξεφύγει από το δίχτυ.



























