LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tailed
/tˈeɪld/
/ˈteɪɫd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "tailed"
tailed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a tail of a specified kind; often used in combination
word family
tail
tail
Verb
tailed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tailcoat
tailboard
tailback
tail-shaped
tail-flower
tailed frog
tailed toad
tailfin
tailflower
tailgate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App