Tailed
volume
British pronunciation/tˈe‍ɪld/
American pronunciation/ˈteɪɫd/

Ορισμός και Σημασία του "tailed"

01

having a tail of a specified kind; often used in combination

word family

tail

tail

Verb

tailed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store