Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Syrinx
01
σύριγξ, φλογέρα του Πάνα
a primitive wind instrument consisting of several parallel pipes bound together
02
σύριγξ, φωνητικό όργανο των πτηνών
the vocal organ of a bird
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σύριγξ, φλογέρα του Πάνα
σύριγξ, φωνητικό όργανο των πτηνών