Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Synonym
01
συνώνυμο, ισοδύναμο
a word or phrase that has the same or nearly the same meaning as another word or phrase in the same language
Παραδείγματα
" Happy " " is a synonym for " joyful. "
Συνώνυμο είναι μια λέξη που έχει την ίδια ή σχεδόν την ίδια σημασία με μια άλλη λέξη στην ίδια γλώσσα.
He used a synonym to make his sentence sound more varied.
Χρησιμοποίησε ένα συνώνυμο για να κάνει την πρότασή του να ακούγεται πιο ποικιλόμορφη.
Λεξικό Δέντρο
synonymist
synonymity
synonymous
synonym



























