LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Swilling
/swˈɪlɪŋ/
/ˈswɪɫɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "swilling"
Swilling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the drinking of large mouthfuls rapidly
word family
swill
swill
Verb
swilling
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
swill down
swill
swig
swiftness
swiftly
swim
swim against the tide
swim bladder
swim meet
swim parachute
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App