LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Surgically
/sˈɜːdʒɪkli/
/ˈsɝdʒɪkəɫi/, /ˈsɝdʒɪkɫi/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "surgically"
surgically
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a surgical manner; by means of surgery
word family
surgical
surgical
Adjective
surgically
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
surgical technician
surgical strike
surgical spirit
surgical seam
surgical scissors
surging
suricata
suricata suricatta
suricata tetradactyla
suricate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App