Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
superhuman
01
υπεράνθρωπος, υπερφυσικός
having abilities or qualities that go beyond what is considered normal or humanly possible
Παραδείγματα
The superhuman speed of the world-class sprinter set new records in every competition.
Η υπεράνθρωπη ταχύτητα του παγκόσμιου κλάσεως σπρίντερ έθεσε νέα ρεκόρ σε κάθε διαγωνισμό.
The superhero possessed superhuman strength, allowing them to lift cars with ease.
Ο υπερήρωας διέθετε υπεράνθρωπη δύναμη, που του επέτρεπε να σηκώνει αυτοκίνητα με ευκολία.



























