Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Super heavyweight
01
σούπερ βαρέων βαρών, κατηγορία σούπερ βαρέων βαρών
a boxer who competes in the super heavyweight weight class, typically for boxers weighing over 91 kilograms
Παραδείγματα
The super heavyweight adjusted his defense to absorb his opponent's powerful blows.
Ο σούπερ βαρέων βαρών προσάρμοσε την άμυνά του για να απορροφήσει τις ισχυρές πινελιές του αντιπάλου του.
The super heavyweight's brute force and technique led him to a decisive victory.
Η ωμή δύναμη και η τεχνική του super βαρέων βαρών τον οδήγησαν σε μια αποφασιστική νίκη.
02
υπερβαρέων βαρών, κατηγορία υπερβαρέων βαρών
a weight class in combat sports, typically for competitors weighing over a specific limit, often above 91 kg
Παραδείγματα
She broke the record in the super heavyweight lifting competition.
Έσπασε το ρεκόρ στο διαγωνισμό άρσης βαρών υπερβαρέων βαρών.
The super heavyweight event drew a large crowd at the arena.
Η εκδήλωση της υπερβαρέως κατηγορίας προσέλκυσε μεγάλο πλήθος στο γήπεδο.



























