Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sumo wrestler
01
παλαιστής σούμο, σουμοτόρι
an athlete who competes in sumo, a traditional Japanese form of full-contact wrestling
Παραδείγματα
During the tournament, the sumo wrestler displayed immense strength and balance.
Κατά τη διάρκεια του τουρνουά, ο παλαιστής σούμο επέδειξε τεράστια δύναμη και ισορροπία.
The sumo wrestler trained rigorously to perfect his grappling techniques.
Ο παλαιστής σούμο προπονήθηκε αυστηρά για να τελειοποιήσει τις τεχνικές του στην πάλη.



























