LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sulfate
/sˈʌlfeɪt/
/ˈsəɫˌfeɪt/
sulphate
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "sulfate"
Sulfate
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a salt or ester of sulphuric acid
to sulfate
ΡΉΜΑ
01
convert into a sulfate
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sulfapyridine
sulfanilic acid
sulfanilamide
sulfamezathine
sulfamethoxazole
sulfide
sulfisoxazole
sulfonamide
sulfonate
sulfonic acid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App