LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Betaine
/bˌiːtəɹˈaɪn/
/bˌeɪɾəˈaɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "betaine"
Betaine
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a sweet tasting alkaloid that occurs in sugar beets
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
beta-naphthol
beta-lipoprotein
beta-lactamase
beta-interferon
beta-hydroxybutyric acid
betake oneself
betatron
bete
bete noire
betel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App