Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to string out
01
στοιχίζω, απλώνω
set out or stretch in a line, succession, or series
02
χορηγώ ναρκωτικά, βάζω υπό την επήρεια ναρκωτικών
to administer narcotics or bring someone under the influence of drugs
Παραδείγματα
The nurse strung him out with a dose of morphine.
Η νοσοκόμα τον έκανε να ζαλίζεται με μια δόση μορφίνης.
She is stringing him out carefully to avoid overdose.
Αυτή του χορηγεί ναρκωτικά προσεκτικά για να αποφύγει την υπερβολική δόση.
03
βιώνω συμπτώματα στέρησης, υποφέρω από απεξάρτηση
to experience withdrawal symptoms from narcotics
Παραδείγματα
He is strung out after missing his dose this morning.
Είναι σε απόσυρση αφού έχασε τη δόση του σήμερα το πρωί.
She was strung out for hours last night.
Ήταν σε απόσυρση για ώρες χθες το βράδυ.



























