Stretchability
volume
British pronunciation/stɹˌɛtʃəbˈɪlɪti/
American pronunciation/stɹˌɛtʃəbˈɪlɪɾi/

Ορισμός και Σημασία του "stretchability"

Stretchability
01

the capacity for being stretched

word family

stretch

stretch

Noun

stretchable

Adjective

stretchability

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store