Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Streetlight
01
φανάρι δρόμου, στύλος φωτισμού
a tall light that is placed along the side of a road or street to help people see better when it is dark outside
Παραδείγματα
The streetlight flickered during the storm.
Ο φανός του δρόμου τρεμοπαίζει κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
He parked his car under a bright streetlight.
Παρκάρισε το αυτοκίνητό του κάτω από ένα φωτεινό φανάρι δρόμου.
Λεξικό Δέντρο
streetlight
street
light



























