Bespectacled
volume
British pronunciation/bɪspˈɛktəkə‍ld/
American pronunciation/bɪˈspɛktəkəɫd/

Ορισμός και Σημασία του "bespectacled"

bespectacled
01

wearing, or having the face adorned with, eyeglasses or an eyeglass

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store