Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Straightaway
01
ευθεία, ευθύγραμμο τμήμα
a straight section of a road or track, typically one that does not curve or bend
Παραδείγματα
The car sped up as it reached the long straightaway.
Το αυτοκίνητο επιτάχυνε καθώς έφτανε στη μακριά ευθεία.
The runners picked up speed on the straightaway before the final turn.
Οι δρομείς αύξησαν την ταχύτητα τους στην ευθεία πριν από την τελική στροφή.
Λεξικό Δέντρο
straightaway
straight
away



























