Stopped-up
volume
British pronunciation/stˈɒptˈʌp/
American pronunciation/stˈɑːptˈʌp/

Ορισμός και Σημασία του "stopped-up"

stopped-up
01

having narrow opening filled

02

(of a nose) blocked

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store