LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stocking stuffer
/stˈɒkɪŋ stˈʌfə/
/stˈɑːkɪŋ stˈʌfɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "stocking stuffer"
Stocking stuffer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small Christmas present included in the Christmas stocking
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stocking filler
stocking cap
stocking
stockinette stitch
stockinette
stockist
stockjobber
stockman
stockpile
stockpiling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App