LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stochastic
/stətʃˈɑːstɪk/
/stoʊˈkæstɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "stochastic"
stochastic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
being or having a random variable
word family
stochast
stochast
Noun
stochastic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stob
stoat
stoa
stizostedion vitreum
stizostedion
stochastic grammar
stochastic process
stochastic variable
stochastically
stochasticity
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App