Stochastic
volume
British pronunciation/stət‍ʃˈɑːstɪk/
American pronunciation/stoʊˈkæstɪk/

Ορισμός και Σημασία του "stochastic"

stochastic
01

being or having a random variable

word family

stochast

stochast

Noun

stochastic

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store