Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stethoscope
01
στηθοσκόπιο, ιατρικό στηθοσκόπιο
a medical instrument used in auscultation for detecting sounds generated inside the body, such as heartbeat and breathing
Παραδείγματα
The doctor used a stethoscope to listen to the patient's heartbeat and lung sounds during the physical examination.
Ο γιατρός χρησιμοποίησε ένα στηθοσκόπιο για να ακούσει τους καρδιακούς παλμούς και τους ήχους των πνευμόνων του ασθενούς κατά τη διάρκεια της σωματικής εξέτασης.
The nurse hung her stethoscope around her neck as she prepared to conduct rounds on the hospital wards.
Η νοσοκόμα κρέμασε το στήθοςκοπό της γύρω από το λαιμό της καθώς ετοιμαζόταν να κάνει γύρους στα νοσοκομειακά θάλαμο.



























